Όταν ήμουν ακόμα μαθήτρια στο δημοτικό, ο δάσκαλος επαινούσε πάντα ( υπερβολικά μου φαινόταν ) το παιδί που έγραψε την καλύτερη έκθεση , την αλάθητη ορθογραφία, που έλυσε πιο γρήγορα το δύσκολο πρόβλημα.. κ.τ.λ. ενώ απόπαιρνε τα πιο αδύναμα παιδιά. Ανάμεσα σ’αυτά ήταν κι η καλύτερη μου φίλη, η Βίλυ, που έφευγε σχεδόν πάντα κλαμένη από το μάθημα. Εμένα αυτό μου φαινόταν άδικο και θύμωνα με το δάσκαλο κι’ έτσι μια μέρα αποφάσισα ότι δεν θα ξαναπάω σχολείο. Όταν ανακοίνωσα την απόφαση μου στην γιαγιά μου, αυτή δεν με μάλωσε, ούτε θύμωσε, μου ζήτησε όμως να της εξηγήσω το γιατί. Με άκουσε προσεκτικά, με αγκάλιασε και μου είπε αυτό που ήξερα στην καρδιά και το μυαλό μου αλλά δεν έβρισκα τις λέξεις να το πω και στην Βίλυ. Αυτά ήταν τα λόγια της όπως τα θυμάμαι πάντα με αγάπη: «Άκου καλό μου παιδί. Όλα τα δάχτυλα δεν είναι ίδια. Άλλα είναι κοντά και άλλα μακρουλά, άλλα χοντροκομμένα και άλλα λεπτά και φίνα. Όμως, μόνο αν κρατήσουν όλα μαζί το ποτήρι με το νερό γερά, θα το φτάσου